- επακολούθηση
- [-ις (-εως)] η1) продолжение (действие); 2) см. επακολούθημα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επακολούθηση — η (AM ἐπακολούθησις) [επακολουθώ] διαδοχή, επέλευση, ακολουθία μσν. φρ. «εἰς τὴν πικολούθηση» κατόπιν, ύστερα από αρχ. 1. συμφωνία 2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη 3. αποτέλεσμα, επακολούθημα 4. φρ. «κατ ἐπακολούθησιν» ακολούθως, επομένως… … Dictionary of Greek
επακολούθηση — η επακόλουθο, επακολουθία, διαδοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπακολουθήσῃ — ἐπακολουθήσηι , ἐπακολούθησις cognizance fem dat sg (epic) ἐπακολουθέω follow close upon aor subj mid 2nd sg ἐπακολουθέω follow close upon aor subj act 3rd sg ἐπακολουθέω follow close upon fut ind mid 2nd sg ἐπακολουθέω follow close upon aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
επακολουθία — η (Α ἐπακολουθία) επακολούθημα, επακολούθηση, διαδοχή … Dictionary of Greek
επακολουθία — η η επακολούθηση, το επακολούθημα (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)